bano
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bano | banoj |
αιτιατική | banon | banojn |
bano (eo)
- το μπάνιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bano | banoj |
αιτιατική | banon | banojn |
bano (eo)