baragouinage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
baragouinage | baragouinages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
baragouinage (fr) αρσενικό
- η χρήση ενός ιδιώματος που φαίνεται ακατανόητο στους άλλους
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη baragouin