barata

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
barata < barat + -a

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική barata barataj
αιτιατική baratan baratajn

barata (eo)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

barata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος bari