barber shop
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
barber shop | barber shops |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
barber shop (en)
- άλλη μορφή του barbershop