barber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
barber (en)
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
barber (fr)
- (οικείο) ενοχλώ
- je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me barbe !
- δεν έχω όρεξη να διαβάσω αυτό το βιβλίο, μου τη δίνει
- je n'ai pas envie de lire ce bouquin, ça me barbe !