Μετάβαση στο περιεχόμενο

batalo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
batalo < batal + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική batalobataloj
αιτιατική batalonbatalojn

batalo (eo)

bataloj mortigis pli ol 100 homojn
οι μάχες προκάλεσαν το θάνατο περισσότερων από 100 ανθρώπων