Μετάβαση στο περιεχόμενο

beginning

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

beginning (en)

  • αρχή, τοπική ή χρονική αφετηρία

χρήση κατάλληλων προθέσεων

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

beginning (en)