begin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | begin |
γ΄ ενικό ενεστώτα | begins |
αόριστος | began |
παθητική μετοχή | begun |
ενεργητική μετοχή | beginning |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα[επεξεργασία]
begin (en)
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
begin (nl) ουδέτερο