belongings
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- belongings, πληθυντικός αριθμός του belonging
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]belongings (en)
- τα προσωπικά (μου) αντικείμενα, τα υπάρχοντά (μου)
- ⮡ When I came back, the train had left with all my belongings.
- Όταν γύρισα πίσω, το τρένο είχε φύγει με όλα μου τα υπάρχοντα.
- ⮡ When I came back, the train had left with all my belongings.