bergerie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- bergerie < berger
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| bergerie | bergeries |
bergerie (fr) θηλυκό
| ενικός | πληθυντικός |
| bergerie | bergeries |
bergerie (fr) θηλυκό