bernicle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bernicle | bernicles |
bernicle (fr) θηλυκό
Επίρρημα
[επεξεργασία]bernicle (fr)
ενικός | πληθυντικός |
bernicle | bernicles |
bernicle (fr) θηλυκό
bernicle (fr)