beseech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | beseech |
γ΄ ενικό ενεστώτα | beseeches |
αόριστος | beseeched, besought |
παθητική μετοχή | beseeched, besought |
ενεργητική μετοχή | beseeching |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
[επεξεργασία]beseech (en)