bidasse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bidasse | bidasses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bidasse (fr) αρσενικό
- (αργκό) ο στρατιώτης, ο φαντάρος
ενικός | πληθυντικός |
bidasse | bidasses |
bidasse (fr) αρσενικό