Μετάβαση στο περιεχόμενο

bidet

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bidet (en)



      ενικός         πληθυντικός  
bidet bidets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bidet (fr) αρσενικό

  1. ο μπιντές



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbʲidɛt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bidet (pl) αρσενικό

  1. ο μπιντές