bienséant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bienséant | bienséants |
θηλυκό | bienséante | bienséantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]bienséant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | bienséant | bienséants |
θηλυκό | bienséante | bienséantes |
bienséant (fr)