Μετάβαση στο περιεχόμενο

bilingue

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bilingue < λατινική bilinguis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /bi.lɛ̃ɡ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bilingue bilingues

bilingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]