bilingue
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bilingue | bilingues |
bilingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
bilingue | bilingues |
bilingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό