biologiste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
biologiste | biologistes |
biologiste (fr) αρσενικό
- ο βιολόγος
ενικός | πληθυντικός |
biologiste | biologistes |
biologiste (fr) αρσενικό