Μετάβαση στο περιεχόμενο

biotope

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

biotope (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
biotope < bio- + -tope

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
biotope biotopes

biotope (fr) θηλυκό