Μετάβαση στο περιεχόμενο

blessure

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
blessure blessures

blessure (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη blesser