bofrato
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bofrato | bofratoj |
αιτιατική | bofraton | bofratojn |
bofrato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bofrato | bofratoj |
αιτιατική | bofraton | bofratojn |
bofrato (eo)