boi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
boi | bois |
boi (pt) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) το βόδι
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
boi (ro)