bolo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bolo | bolos |
bolo (pt) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
bolo | bolos |
bolo (pt) αρσενικό