boniment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
boniment boniments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

boniment (fr) αρσενικό

  1. τα λόγια που λένε οι πλανόδιοι έμποροι για να διαλαλούν την πραμάτειά τους
  2. (οικείο) οποιαδήποτε λόγια που αποσκοπούν στην εξαπάτηση κάποιου

Συγγενικά

[επεξεργασία]