boniment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boniment | boniments |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boniment (fr) αρσενικό
- τα λόγια που λένε οι πλανόδιοι έμποροι για να διαλαλούν την πραμάτειά τους
- (οικείο) οποιαδήποτε λόγια που αποσκοπούν στην εξαπάτηση κάποιου