bonimenteur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bonimenteur bonimenteurs
θηλυκό bonimenteuse bonimenteuses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bonimenteur (fr)

  • αυτός που διαλαλεί κάτι, που προσπαθεί να πείσει ή να εξαπατήσει

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη boniment