bonvena

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

bonvena < bonven- + -a

Επίθετο[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική bonvena bonvenaj
αιτιατική bonvenan bonvenajn

bonvena (eo)

ĉiuj estas bonvenaj - ο καθένας είναι ευπρόσδεκτος