bortch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bortch | bortchs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bortch (fr) αρσενικό
- (γαστρονομία) το μπορς
ενικός | πληθυντικός |
bortch | bortchs |
bortch (fr) αρσενικό