bougonnement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bougonnement | bougonnements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bougonnement (fr) αρσενικό
- η γκρίνια, το μουρμουρητό, το παράπονο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη bougonner