bowyer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbəʊ.jə(ɹ)/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bowyer | bowyers |
bowyer (en)
- που πουλάει τόξα
- (παρωχημένο) τοξότης