bracing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]bracing (en)
- τονωτικός, αναζωογονητικός
- a bracing trip to the Greek islands
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bracing (en)
- κατασκευή για την πλευρική ενίσχυση των τοιχωμάτων ενός κτηρίου
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]bracing (en)