bracing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

bracing (en)

  1. τονωτικός, αναζωογονητικός
    a bracing trip to the Greek islands

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bracing (en)

  1. κατασκευή για την πλευρική ενίσχυση των τοιχωμάτων ενός κτηρίου

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bracing (en)