bradycardie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /bʁa.di.kaʁ.di/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bradycardie | bradycardies |
bradycardie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η βραδυκαρδία