brand

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
brand brands

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brand (en)

  • η μάρκα, ένα είδος προϊόντος, υπηρεσίας κτλ. που παράγεται ή προσφέρεται από μια συγκεκριμένη εταιρεία με ένα συγκεκριμένο όνομα
    a brand of cigarettes/cosmetics - μάρκα τσιγάρων/καλλυντικών
    We have all brands of soap.
    Έχουμε όλες τις μάρκες σαπούνια.
    He changed the brand of the t-shirt and sold it more expensively.
    Άλλαξε τη μάρκα από το μπλουζάκι και το πούλησε πιο ακριβά.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • brand στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

brand (sv)

Συνώνυμα[επεξεργασία]