Μετάβαση στο περιεχόμενο

brasero

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: braséro
      ενικός         πληθυντικός  
brasero braseros

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brasero (fr) αρσενικό (παραδοσιακή ορθογραφία)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]
  • braséro (ορθογραφία του 1990)