breeze

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /bɹiːz/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
breeze breezes

breeze (en)

  1. η αύρα, το αεράκι
  2. μια δραστηριότητα σχετικά εύκολη
  3. στάχτες και υπολείμματα κάρβουνων από ένα φούρνο

Ρήμα[επεξεργασία]

breeze (en)