Μετάβαση στο περιεχόμενο

brocard

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
brocard brocards

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

brocard (fr) αρσενικό

  1. ο χλευασμός
  2. το αρσενικό ζαρκάδι ενός έτους