broderie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
broderie | broderies |
broderie (fr) θηλυκό
- το κέντημα
ενικός | πληθυντικός |
broderie | broderies |
broderie (fr) θηλυκό