bubble
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bubble | bubbles |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bubble (en)
- η φούσκα, η φυσαλίδα, μια ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό
- ⮡ the bubbles of the boiling water - οι φούσκες του νερού που βράζει
- ⮡ bubbles began rising - άρχισαν να βγαίνουν φυσαλίδες
- ⮡ a soap bubble - σαπουνόφουσκα
- η φούσκα, η σαπουνόφουσκα, για κάτι που ενώ φαίνεται σημαντικό αποδεικνύεται ασήμαντο, κενό, διαψεύδει τις προσδοκίες
- ⮡ Many companies on the stock market were bubbles/were in a bubble.
- Πολλές εταιρείες στο χρηματιστήριο ήταν φούσκες.
- ⮡ a stock market bubble - χρηματιστηριακή σαπουνόφουσκα
- ⮡ Many companies on the stock market were bubbles/were in a bubble.
Πηγές
[επεξεργασία]- bubble - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 945, 953. ISBN 9780194325684., λήμμα: φούσκα, φυσαλίδα