bubble

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bubble bubbles

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bubble (en)

  • η φυσαλίδα, η φούσκα, μια ποσότητα αέρα ή αερίου μέσα σε νερό ή σε άλλο υγρό
    bubbles began rising - άρχισαν να βγαίνουν φυσαλίδες
    the bubbles of the boiling water - οι φούσκες του νερού που βράζει

Πηγές[επεξεργασία]