φούσκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φούσκα | οι | φούσκες |
γενική | της | φούσκας | των | (φουσκών) |
αιτιατική | τη | φούσκα | τις | φούσκες |
κλητική | φούσκα | φούσκες | ||
Η γενική πληθυντικού είναι μάλλον σπάνια και μπορεί να θεωρηθεί αδόκιμη | ||||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φούσκα < φοῦσκα < αρχαία ελληνική φύσκη • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfu.ska/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φού‐σκα
- ομόηχο: Φούσκα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούσκα θηλυκό
- ποσότητα αέρα που περικλείεται από ένα πολύ λεπτό μεμβρανώδες υλικό, κύστη, μπαλόνι, φουσκάλα
- ↪ Μασούσε τσίχλα κι έσκαγε φούσκες.
- οικονομικό μέγεθος (πχ η τιμή μιας μετοχής) που έχει διογκωθεί τεχνητά
- (οικείο) η ουροδόχος κύστη
- ↪ Πάει να σκάσει η φούσκα μου. (πρέπει επειγόντως να ουρήσω)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποσότητα αέρα
κύστη
→ δείτε τη λέξη κύστη |
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]→ ζητούμενο λήμμα - → δείτε και τη λέξη φοῦσκα
Πηγές
[επεξεργασία]- φούσκα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- φούσκα σελ.7691 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)