balloon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
balloon | balloons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
balloon (en)
- το μπαλόνι, η φούσκα, σφαίρα από λεπτό, ελαφρό και ελαστικό υλικό που τη φουσκώνουν με αέρα ή με αέριο
- ↪ The balloon inflates/bursts.
- Φουσκώνει/σπάει το μπαλόνι.
- ↪ As the ceremony began, thousands of multi-colored balloons began rising towards the sky.
- Με την έναρξη της τελετής χιλιάδες πολύχρωμες φούσκες άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό.
- ↪ The balloon inflates/bursts.
- το αερόστατο