budge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | budge |
γ΄ ενικό ενεστώτα | budges |
αόριστος | budged |
παθητική μετοχή | budged |
ενεργητική μετοχή | budging |
Ρήμα
[επεξεργασία]- (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακινώ, μετακινούμαι ελαφρά· κάνω κάτι ή κάποιον να μετακινηθεί ελαφρά
- ⮡ Don’t budge during the ride.
- Μη μετακινείσθε κατά τη διάρκεια της διαδρομής.
- ⮡ Don’t budge during the ride.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) μετακινώ, αλλάζω τη γνώμη μου για κάτι· κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη
- ⮡ He can’t be budged on his opinions!/You can’t budge him from his opinions!
- Δεν μπορείς να τον μετακινήσεις από τις απόψεις του!
- ⮡ He can’t be budged on his opinions!/You can’t budge him from his opinions!
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη move
Πηγές
[επεξεργασία]- budge - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 543. ISBN 9780194325684., λήμμα: μετακινώ