buffet
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
buffet | buffets |
buffet (en)
- ο μπουφές
- ⮡ Guests served themselves at the buffet.
- Οι καλεσμένοι σερβιρίστηκαν μόνοι τους στον μπουφέ.
- ⮡ Guests served themselves at the buffet.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | buffet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buffets |
αόριστος | buffeted |
παθητική μετοχή | buffeted |
ενεργητική μετοχή | buffeting |
buffet (en) (συχνά στην παθητική φωνή)
- χτυπάω κάποιον ή κάτι τραχιά από πλευρά σε πλευρά
- ⮡ We were buffeted by the rain and wind.
- Μας χτυπούσε η βροχή κι ο άνεμος.
- ⮡ We were buffeted by the rain and wind.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
buffet | buffets |
buffet (fr) αρσενικό