Μετάβαση στο περιεχόμενο

bureaucratie

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bureaucratie < bureau + -cratie

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /by.ʁo.kʁa.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bureaucratie bureaucraties

bureaucratie (fr) θηλυκό