burla

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
burla burle

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

burla (it) θηλυκό


ενικός πληθυντικός
burla burlas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

burla (es) θηλυκό