câblerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kɑ.blə.ʁi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
câblerie câbleries

câblerie (fr) θηλυκό

  1. η παραγωγή καλωδίων
  2. το εργοστάσιο καλωδίων