célébrant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
célébrant | célébrants |
célébrant (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) αυτός που « εορτάζει » την Θεία Ευχαριστία
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | célébrant | célébrants |
θηλυκό | célébrante | célébrantes |
célébrant (fr)
- ο εορτάζων
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη célébrer