célérité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /se.le.ʁi.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
célérité | célérités |
célérité (fr) θηλυκό
- η ταχύτητα
ενικός | πληθυντικός |
célérité | célérités |
célérité (fr) θηλυκό