całkowity
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌt͡s̑awkɔˈvʲitɨ/
- ⓘ
Επίθετο[επεξεργασία]
całkowity (pl)
- ακέραιος με τις έννοιες:
- ολόκληρος, δεν του λείπει τίποτε
- (μαθηματικά) ανήκει στο σύνολο των ακεραίων