cabillaud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cabillaud | cabillauds |
cabillaud (fr) αρσενικό
- είδος μπακαλιάρου
- → δείτε τη λέξη églefin
- ο φρέσκος μπακαλιάρος
- → δείτε τη λέξη morue