cabillaud

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.bi.jo/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
cabillaud cabillauds

cabillaud (fr) αρσενικό

  1. είδος μπακαλιάρου
    → δείτε τη λέξη  églefin
  2. ο φρέσκος μπακαλιάρος
    → δείτε τη λέξη  morue