cadaver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cadaver | cadavers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cadaver (en)
- το πτώμα
- ↪ The Medical School needs several cadavers every day.
- Η Ιατρική Σχολή χρειάζεται πολλά πτώματα κάθε μέρα.
- ↪ The Medical School needs several cadavers every day.