cadence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cadence < μέση γαλλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cadence (en)
- (ο) ρυθμός
- (η) κατακλείδα
- (το) τελείωμα μουσικής φράσης· οι νότες και οι συγχορδίες που αποτελούν το κλείσιμο μουσικής φράσης
Σημειώσεις[επεξεργασία]
για πλήρη μουσικό επίλογο (και όχι απλά τελείωμα φράσης) λέμε outro
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cadence < μέση γαλλική
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cadence | cadences |
cadence (fr) θηλυκό