cake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cake | cakes |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cake (en)
- (γαστρονομία) το κέικ, η τούρτα
- ↪ a cake garnished with whipped cream - τούρτα γαρνιρισμένη με κρέμα σαντιγί
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cake | cakes |
cake (fr) αρσενικό
- το κέικ